καταμεσήμερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταμεσήμερα < καταμεσήμερ(ο) (επίρρημα) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.meˈsi.me.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐με‐σή‐με‐ρα

Επίρρημα[επεξεργασία]

καταμεσήμερα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

καταμεσήμερα ουδέτερο