καταψηφίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταψηφίζω < αρχαία ελληνική καταψηφίζομαι < ψῆφος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά voter contre)

Ρήμα[επεξεργασία]

καταψηφίζω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]