κλώσσημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κλώσιμο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλώσσημα τα κλωσσήματα
      γενική του κλωσσήματος των κλωσσημάτων
    αιτιατική το κλώσσημα τα κλωσσήματα
     κλητική κλώσσημα κλωσσήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλώσσημα < κλωσώ + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλώσσημα[1] ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)