λειμωνάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λειμωνάριο < λειμών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λειμωνάριο ουδέτερο
- συλλογή βίων μοναχών του ς' αιώνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λειμωνάριο
|