λειμωνάριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λειμωνάριο τα λειμωνάρια
      γενική του λειμωναρίου
λειμωνάριου
των λειμωναρίων
    αιτιατική το λειμωνάριο τα λειμωνάρια
     κλητική λειμωνάριο λειμωνάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λειμωνάριο < λειμών

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λειμωνάριο ουδέτερο

  • συλλογή βίων μοναχών του ς' αιώνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]