μανδαρινάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το μανδαρινάτο
      γενική του μανδαρινάτου
    αιτιατική το μανδαρινάτο
     κλητική μανδαρινάτο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανδαρινάτο < Μανδαρίνος + -άτο (κατά το χαλιφάτο, χανάτο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανδαρινάτο ουδέτερο

  1. ελίτ, άρχουσα τάξη σε μια κοινωνία
    Δεν ήταν αποδεκτός στο μανδαρινάτο τους, επειδή ήταν λαϊκό παιδί και φτωχός
  2. τρόπος διοίκησης κατά το πρότυπο των μανδαρίνων, αντιδημοκρατικός και πολύ γραφειοκρατικός, διόλου νεωτεριστικός, βαθύτατα παραδοσιακός ή συντηρητικός
    Μετέβαλαν την πολιτική ζωή σε μανδαρινάτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]