μεθορμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεθορμίζω < αρχαία ελληνική μεθορμίζω < μετά + ὁρμίζω < ὅρμος < εἴρω

Ρήμα[επεξεργασία]

μεθορμίζω (παθητική φωνή: μεθορμίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]