μετέρχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετέρχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετέρχομαι[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /meˈteɾ.xo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τέρ‐χο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
μετέρχομαι (αποθετικό ρήμα)
- ασκώ (ένα επάγγελμα)
- χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι
- ↪ μετέρχομαι όλες τις μεθόδους στη διάθεσή μου, για την επίτευξη των επιθυμιών μου
- ↪ μετήλθα κάθε μέσο, για την επίτευξη της συμφωνίας
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετέρχομαι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μετέρχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)