μισανοίγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μισανοίγω < μισ- (<μισός) + ανοίγω

Ρήμα[επεξεργασία]

μισανοίγω

  1. ανοίγω κατά το ήμισυ ή λίγο, όχι εντελώς
     αντώνυμα: μισοκλείνω
  2. (για φυτά) αρχίζω να βλασταίνω ή να βγάζω φύλλα ή να μπουμπουκιάζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]