νιχιλίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νιχιλίστρια < νιχιλιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νιχιλίστρια θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νιχιλίστρια
→ δείτε τη λέξη μηδενίστρια |