νομαρχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νομαρχώ < αρχαία ελληνική νομαρχέω / νομαρχῶ < νομάρχης

Ρήμα[επεξεργασία]

νομαρχώ

  1. είμαι νομάρχης, ασκώ τα καθήκοντα του νομάρχη
  2. (κατ’ επέκταση) αναπληρώνω τον νομάρχη στα νομαρχιακά του καθήκοντα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • νομαρχώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]