ξεδιάλυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεδιάλυμα < ξεδιαλύνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεδιάλυμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ξεδιαλύνω, όχι ιδιαίτερα χρησιμοποιουμενη λέξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεδιάλυμα
|