ξεδιψώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεδιψώ < ξε- + διψώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kse.ðiˈpso/

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεδιψώ

  1. (μεταβατικό) σβήνω τη δίψα κάποιου, τον κάνω να μη διψάει πια
    πιες αυτό και θα σε ξεδιψάσει
  2. (αμετάβατο) σβήνω τη δίψα μου
    πιες αυτό να ξεδιψάσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]