ξεθαμπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεθαμπώνω < ξε- + θαμπώνω < μεσαιωνική ελληνική θαμπώνω < (ελληνιστική κοινή) θαμβόω/θαμβῶ < αρχαία ελληνική θαμβέω/θαμβῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεθαμπώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]