ξεμώραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμώραμα < ξεμωραίνομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεμώραμα ουδέτερο
- η απώλεια της οξύτητας των διανοητικών λειτουργιών, το ξαναμώρεμα, τα συμπτώματα της άνοιας, η αποβλάκωση, το ξεκούτιασμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ξεμωραμένος,η,ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμώραμα
|