ξενοβιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
η ξενοβιολογία (el) θηλυκό, μόνο στον ενικό
επισήμως-λογίως υπάρχει μόνο ενικός αριθμός
δημωδώς ο πληθυντικός υποδηλώνει διαφορετικής (μεταξύ τους) χημείας ξενοβιολογίες
- (συνθετική βιολογία) μελέτη μη δε(σ)οξυριβονουκλεϊ(νι)κών συστημάτων αποθήκευσης γενετικής πληροφορίας
Παράγωγα[επεξεργασία]
- ο, η ξενοβιολόγος (el) αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- xenobiology στην αγγλική Βικιπαίδεια