ξηγήτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξηγήτρα οι ξηγήτρες
      γενική της ξηγήτρας
    αιτιατική την ξηγήτρα τις ξηγήτρες
     κλητική ξηγήτρα ξηγήτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξηγήτρα < θηλυκό του ξηγητής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξηγήτρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]