ορθολογίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθολογίστρια < ορθολογιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθολογίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ορθολογιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθολογίστρια
|