πασιέντζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πασιέντζα | οι | πασιέντζες |
γενική | της | πασιέντζας | — | |
αιτιατική | την | πασιέντζα | τις | πασιέντζες |
κλητική | πασιέντζα | πασιέντζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πασιέντζα < → δείτε τη λέξη πασιέντσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πασιέντζα θηλυκό
- (χαρτοπαίγνιο) άλλη μορφή του πασιέντσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πασιέντζα
|