περιβολάρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιβολάρισσα < περιβολάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιβολάρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του περιβολάρης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιβολάρισσα
|