περιλάμπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιλάμπω < ελληνιστική κοινή περιλάμπω < αρχαία ελληνική περί + λάμπω
Ρήμα[επεξεργασία]
περιλάμπω
- (σπάνιο, μεταβατικό) δίνω λάμψη σε κάτι απ’ όλες του τις πλευρές
- (σπάνιο, μεταβατικό) φανερώνω
- (σπάνιο, αμετάβατο) λάμπω / φεγγοβολώ από παντού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- περιλαμπής
- → δείτε τις λέξεις περί και λάμπω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιλάμπω
|