ποντικί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pon.diˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ντι‐κί
- τονικό παρώνυμο: ποντίκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποντικί ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) το γκρί χρήμα του ποντικού, το γκρι σουρί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποντικί
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)