προσεύχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσεύχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσεύχομαι < προσ- + εὔχομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]προσεύχομαι (αποθετικό ρήμα), , π.αόρ.: προσευχήθηκα (αποθετικό ρήμα)
- κάνω την προσευχή μου, απευθύνομαι προς το Θεό για να τον ευχαριστήσω ή/και να τον παρακαλέσω για κάτι
- ⮡ Μην τον ενοχλείς, προσεύχεται.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]προσεύχομαι
- προσφέρω τάματα, ικεσίες
- προσεύχομαι στο θεό
- ※ Αισχύλος, Ἀγαμέμνων, A.Ag.317 @greek-language.gr
- θεοῖς μὲν αὖθις, ὦ γύναι, προσεύξομαι. [Ο Χορός μιλάει στην Κλυταιμνήστρα]
- λατρεύω
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- προσεύχομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσεύχομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προσ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προσ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)