προσκεφαλάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσκεφαλάδα οι προσκεφαλάδες
      γενική της προσκεφαλάδας των προσκεφαλάδων
    αιτιατική την προσκεφαλάδα τις προσκεφαλάδες
     κλητική προσκεφαλάδα προσκεφαλάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσκεφαλάδα < προσκεφάλι + άδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσκεφαλάδα θηλυκό

  • το μεγάλο μαξιλάρι που τοποθετείται παράλληλα με το προσκεφάλι, κατά όλο το πλάτος του κρεβατιού, αλλιώς μαξιλαρομάνα
    ※  Κόψτε κλαριά και στρώστε μου κλαριά προσκεφαλάδα. Σκάψτε και το κιβούρι μου ίσια για δυο νομάτους , Να στέκ'ορτός να πολεμώ , καθόντας να γεμίζω. (Τραγούδια Ρωμαίικα Popularia carmina Graeciae recentioris edidit Arnoldus Passow, CLXV, ΓΕΩΡΓΟΣ Τ.340, εκδ. B. G. Teubneri, Lipsiae, 1860, σελ. 125)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]