προσκυνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προσκυνῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσκυνώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προσκυνῶ, συνηρημένος τύπος του προσκυνέω (< πρός προσ- + κυνέω / κυνῶ (φιλώ, λατρεύω, σέβομαι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku(e)s[1][2] (φιλί)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.sciˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σκυ‐νώ
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐κυ‐νώ

Ρήμα[επεξεργασία]

προσκυνώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.