ράθυμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ράθυμα < ράθυμ(ος) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾa.θi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρά‐θυ‐μα

Επίρρημα[επεξεργασία]

ράθυμα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ράθυμα