σπρίντερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπρίντερ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική sprinter

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπρίντερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]