στατιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
στατιστικά < στατιστικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
στατιστικά
- σύμφωνα με τα δεδομένα της στατιστικής
- από στατιστική άποψη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στατιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στατιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στατιστικός