συντεχνίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντεχνίτισσα < συντεχνίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντεχνίτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη συντεχνίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντεχνίτισσα
|