σφυγμομετρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφυγμομετρώ < σφυγμ(ός) + -ο- + -μετρώ

Ρήμα[επεξεργασία]

σφυγμομετρώ

  1. μετρώ τους σφυγμούς κάποιου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
  2. (μεταφορικά) διερευνώ τις τάσεις και τις απόψεις της κοινωνίας μέσω δημοσκόπησης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]