τάδε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάδε < αρχαία ελληνική τάδε
Αντωνυμία
[επεξεργασία]τάδε άκλιτο
- για να δηλωθεί ένα πρόσωπο ή κάποιο χαρακτηριστικό αντικειμένου χωρίς να αναφερθεί το όνομά του
- σε ρωτάω τόσην ώρα αλλά αντί να μου πεις μένω στην τάδε οδό, στον τάδε αριθμό, μου λες μένω στην τάδε συνοικία, οπότε δε βγάζουμε άκρη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- απαντάται και με τη μορφή τάδες, αλλά μόνο στην ονομαστική του ενικού του αρσενικού
- αντιπαρατίθεται με το δείνα για να δώσει έμφαση
- ήρθε να μου πει για τον τάδε υπάλληλο που έκανε αυτό, για τον δείνα που έκανε το άλλο κλπ. κλπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]τάδε
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του τόδε