ταμπουρώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταμπουρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ταμπουρώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ta.buˈɾo.no.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

ταμπουρώνομαι

  1. κρύβομαι πίσω από μια αμυντική κατασκευή
     συνώνυμα: οχυρώνομαι, προφυλάγομαι
  2. (μεταφορικά) κρύβομαι πίσω από κάτι, αποφεύγω μια κατάσταση, προφυλάσσομαι
  3. (μεταφορικά) απομονώνομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]