τελεσφορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τελεσφορῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τελεσφορώ < αρχαία ελληνική τελεσφορέω / τελεσφορῶ < τελεσφόρος < τέλος + φέρω

Ρήμα[επεξεργασία]

τελεσφορώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]