τρακάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρακάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική attraccar
Ρήμα[επεξεργασία]
τρακάρω και τρακέρνω
- συγκρούομαι
- πέφτω πάνω σε κάποιον άθελά μου
- πετυχαίνω, συναντώ κάποιον τυχαία