υγροποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υγροποιώ < (ελληνιστική κοινή) ὑγροποιέω / ὑγροποιῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική liquéfier)
Ρήμα
[επεξεργασία]υγροποιώ (παθητική φωνή: υγροποιούμαι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- υγροποιημένος
- υγροποίηση
- υγροποιήσιμος
- υγροποιητικός
- → δείτε τις λέξεις υγρός και ποιώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υγροποιώ | υγροποιούσα | θα υγροποιώ | να υγροποιώ | υγροποιώντας | |
β' ενικ. | υγροποιείς | υγροποιούσες | θα υγροποιείς | να υγροποιείς | (υγροποίει) | |
γ' ενικ. | υγροποιεί | υγροποιούσε | θα υγροποιεί | να υγροποιεί | ||
α' πληθ. | υγροποιούμε | υγροποιούσαμε | θα υγροποιούμε | να υγροποιούμε | ||
β' πληθ. | υγροποιείτε | υγροποιούσατε | θα υγροποιείτε | να υγροποιείτε | υγροποιείτε | |
γ' πληθ. | υγροποιούν(ε) | υγροποιούσαν(ε) | θα υγροποιούν(ε) | να υγροποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υγροποίησα | θα υγροποιήσω | να υγροποιήσω | υγροποιήσει | ||
β' ενικ. | υγροποίησες | θα υγροποιήσεις | να υγροποιήσεις | υγροποίησε | ||
γ' ενικ. | υγροποίησε | θα υγροποιήσει | να υγροποιήσει | |||
α' πληθ. | υγροποιήσαμε | θα υγροποιήσουμε | να υγροποιήσουμε | |||
β' πληθ. | υγροποιήσατε | θα υγροποιήσετε | να υγροποιήσετε | υγροποιήστε | ||
γ' πληθ. | υγροποίησαν υγροποιήσαν(ε) |
θα υγροποιήσουν(ε) | να υγροποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υγροποιήσει | είχα υγροποιήσει | θα έχω υγροποιήσει | να έχω υγροποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υγροποιήσει | είχες υγροποιήσει | θα έχεις υγροποιήσει | να έχεις υγροποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υγροποιήσει | είχε υγροποιήσει | θα έχει υγροποιήσει | να έχει υγροποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υγροποιήσει | είχαμε υγροποιήσει | θα έχουμε υγροποιήσει | να έχουμε υγροποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υγροποιήσει | είχατε υγροποιήσει | θα έχετε υγροποιήσει | να έχετε υγροποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υγροποιήσει | είχαν υγροποιήσει | θα έχουν υγροποιήσει | να έχουν υγροποιήσει |
|