υφέν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υφέν < (ελληνιστική κοινή) ὑφέν < ὑφ’ + ἕν < αρχαία ελληνική εἷς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υφέν ουδέτερο
- (γραμματική) σημάδι (‿) που τίθεται για να δηλώσουμε την συνεκφώνηση δύο γειτονικών φωνηέντων ή διφθόγγων
- (μουσική) σημάδι (‿) που ενώνει δύο φθογγόσημα της ίδιας οξύτητας, με τη χρονική αξία του δευτέρου να προστίθεται σ’ αυτή του πρώτου, χωρίς όμως να ακουστεί δύο φορές αλλά μία συνεχόμενη