φιλονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλονομία < φιλόνομος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλονομία θηλυκό
- η αγάπη προς το νόμιμο, ο σεβασμός προς τη νομοθεσία, η νομιμοφροσύνη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλονομία
|