φρονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φρονῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρονώ < αρχαία ελληνική φρονέω / φρονῶ < φρήν

Ρήμα[επεξεργασία]

φρονώ, παρατ. φρονούσα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]