φυσιολάτρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσιολάτρισσα < φυσιολάτρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυσιολάτρισσα θηλυκό
- θηλυκό του φυσιολάτρης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσιολάτρισσα
|