φυτοζωία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυτοζωία < φυτοζωώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυτοζωία θηλυκό
- η κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει εκείνος που φυτοζωεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτοζωία
|