φώραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φώραση | οι | φωράσεις |
γενική | της | φώρασης* | των | φωράσεων |
αιτιατική | τη | φώραση | τις | φωράσεις |
κλητική | φώραση | φωράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φώραση < αρχαίο ρήμα φωρῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φώραση θηλυκό
- ανίχνευση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (οπτική, ηχητική φώραση)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φώραση
|