χασίσωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασίσωμα τα χασισώματα
      γενική του χασισώματος των χασισωμάτων
    αιτιατική το χασίσωμα τα χασισώματα
     κλητική χασίσωμα χασισώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασίσωμα < χασισώνω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χασίσωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χασισώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]