χοῖρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χοῖρος < ομόρριζο των χήρ (ακανθόχοιρος) και του χέρσος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χοῖρος αρσενικό
- ο χοίρος, το γουρούνι, συνήθως ο νεαρός, το γουρουνόπουλο
- τα γυναικεία γεννητικά όργανα, το αιδοίο