ψειριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψειρίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψειριάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ψειριάζω, αόρ.: ψείριασα, μτχ.π.π.: ψειριασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ψείρα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]