ύβωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ύβωμα | τα | υβώματα |
γενική | του | υβώματος | των | υβωμάτων |
αιτιατική | το | ύβωμα | τα | υβώματα |
κλητική | ύβωμα | υβώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ύβωμα < (ελληνιστική κοινή) ὕβωμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ύβωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ύβωμα
|