ἀκαμάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ακαμάτης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀκαμάτης, λέξη του 9ου αιώνα < ἀ- στερητικό + κάματ(ος) + -ης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀκαμάτης αρσενικό (θηλυκό ἀκαμάτρια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κάματος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]