ἐξαιτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐξαιτέω < ἐξ- + αἰτέω / αἰτῶ

ἐξαιτέω / ἐξαιτῶ

  1. απαιτώ ή ζητώ από κάποιον
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, 586
    ἀλλ᾽ ἐν βραχεῖ δὴ τήνδε μ᾽ ἐξαιτῇ χάριν.
    Μα η χάρη αυτή, που μου ζητάς, πολύ μικρή είναι χάρη.
    Μετάφραση (1911): Ηλίας Βουτιερίδης @greek‑language.gr
  2. (στη μέση φωνή) (+ απαρέμφατο) ικετεύω ώστε να αποκτήσω, να επιτύχω
    ※  5ος αιώνας πκε, Ευριπίδης, Ἑκάβη, 49-50
    τοὺς γὰρ κάτω σθένοντας ἐξῃτησάμην | τύμβου κυρῆσαι κἀς χέρας μητρὸς πεσεῖν.
    Γύρεψα απ᾽ τους θεούς του Κάτω Κόσμου | τάφο να βρω και να πέσω στα χέρια της μάνας μου·
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής @greek‑language.gr
  3. (στη μέση φωνή) (+ αιτ. πραγμ.) αποτρέπω, αποκρούω ικετεύοντας
  4. (στη μέση φωνή) ζητώ για τον εαυτό μου, απαιτώ
  5. (στη μέση φωνή) ζητώ ως χάρη, κερδίζω τη συγνώμη κάποιου ή την άφεση
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Ἠλέκτρα, 655-656
    ταῦτ᾽, ὦ Λύκει᾽ Ἄπολλον, ἵλεως κλύων | δὸς πᾶσιν ἡμῖν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα.
    Καλόγνωμος, Λύκειε Απόλλωνα, άκου αυτές μου τις ευχές | και δώσε σ᾽ όλους εμάς καθώς σου τα παρακαλούμε.
    Μετάφραση (1936): Ι.Ν. Γρυπάρης @greek‑language.gr

Συγγενικά

[επεξεργασία]