άφεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άφεση | οι | αφέσεις |
γενική | της | άφεσης* | των | αφέσεων |
αιτιατική | την | άφεση | τις | αφέσεις |
κλητική | άφεση | αφέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άφεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄφεσις (απαλλαγή), ελληνιστική σημασία: συγχώρεση < ἀφίημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άφεση θηλυκό
- η απαλλαγή
- ↪ άφεση χρέους
- (θρησκεία) η συγχώρεση αμαρτημάτων
- ↪ άφεση αμαρτιών
- η εγκατάλειψη
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «άφεση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)