ὁμάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὁμάδι: υποκοριστικό του αρχαία ελληνική ὁμάς
Επίρρημα[επεξεργασία]
ὁμάδι
- ομάδι, μαζί, από κοινού
- ※ (κρητική λογοτεχνία) Βιτσέντζος Κορνάρος (1553‑1613/14). Ἐρωτόκριτος (1590‑1610)
- αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, / ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν / σ' μιά κόρη κ' έναν άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι / σε μιά φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. (Ερωτ. Α7-10)
- ομαδικά
- συγχρόνως
- συνολικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ἁμάδι
- ἁμάδιν
- μάδι
- ὁμάδια
- ὁμάδιν