αμάλαγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμάλαγος < μεσαιωνική ελληνική αμάλαγος < ἀ- + μαλάσσω
Επίθετο[επεξεργασία]
αμάλαγος
- που δεν έχει μαλαχτεί
- που δεν τον έχουν πειράξει, δεν τον έχουν ακουμπήσει
- που δεν του έχουν γίνει προσμίξεις με άλλα υλικά
- που δεν έχει βοσκηθεί
- που δεν υποχωρεί, δεν μεταπείθεται
- γνήσιος, αγνός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
1.που δεν έχει μαλαχτεί
4.αβόσκητος
5.ανυποχώρητος