ανέπαφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανέπαφος < αρχαία ελληνική ἀνέπαφος < α- + ἐπαφή
Επίθετο[επεξεργασία]
ανέπαφος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν ακουμπήσει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που δεν αγγίχθηκε, που δεν ήρθε σε επαφή
|